λόχος

λόχος
λόχος, , ([etym.] λέχομαι):
I ambush, i.e.
1 place for lying in wait,

εἰγὰρ νῦν παρὰ νηυσὶ λεγοίμεθα πάντες ἄριστοι ἐς λ. Il.13.277

;

ἐκ λ. ἀμπήδησε 11.379

; κοῖλος λ., of the wooden horse, Od.4.277, 8.515;

ξεστὸς λ. E. Tr.534

(lyr.);

ὠδίνων λ. Lyc.342

; ξύλινος λ., of the enemy's ships, Orac. ap.Hdt.3.57.
2 ambuscade, ἐσίζεσθαι λόχον ἀνδρῶν take up one's post in ambush, Il.13.285; λόχον εἷσαι place an ambush, 4.392, Od.4.531;

εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ Hes.Th.174

;

λόχον ἀρτύνειν Od.14.469

;

λόχονδ' ἰέναι Il.1.227

;

ὁπότε κρίνοιμι λόχονδε ἄνδρας ἀριστῆας Od.14.217

;

φύτευέ οἱ θάνατον ἐκ λόχου Pi.N.4.60

;

δεινοῖς κρυπτομένα λόχοις Ἐρινύς S.El.490

(lyr.);

τὸν εὔαγρον τελειῶσαὶ λ. Id.OC1089

(lyr.). b. c. gen. objecti, λόχος θείοιο γέροντος the way to ambush him, Od.4.395.
3 the men that form the ambush,

μὴ λ. εἰσέλθῃσι πόλιν Il.8.522

, cf. E.Andr.1114, etc.
b any armed band, body of troops (of foot, rarely of horse, Arr.Alan.20), Od.20.49; also in Trag., A.Th.56, 460, S.OC1371, etc.: metaph.,

παρθένων ἱκέσιος λ. A.Th.111

(lyr.); θαυμαστὸς λ. γυναικῶν, of the Furies, Id.Eu.46, cf. 1026;

ἐλάφων κεραὸς λ. AP9.244

(Apollonid.);

ἐμῶν προγόνων λ. OGI383.48

(Nemrud Dagh, i B.C.).
c in historical writers, mostly, a company, reckoned at 24 men in X.Cyr.6.3.21, but at 100 in Id.An.3.4.21, 4.8.15; in the Spartan army, the fourth or fifth part of a μόρα (q.v.), Hdt.9.53,57, cf. Th.5.68, Arist.Fr.541, etc.;

ὁ Πιτανάτης λ. Th.1.20

; ὁ ἱερὸς λ. the sacred company at Thebes, Din.1.73, Plu.Pel.18; also at Carthage, D.S.16.80, 20.10; later λ., = 16 men, Ascl.Tact.2.7, Ael.Tact.4.3, Arr.Tact.5.5; but of light-armed, 8 men, Ascl.l.c., Arr.Tact.14.2.
d any body of people united for civil purposes, X.Hier.9.5, Arist. Pol.1309a12; αἱ ἐν λόχοις συντέλειαι (where λόχοι seems to represent συμμορίαι) Catal. ap. D.18.106.
e = Lat. centuria, D.H.4.16, App. BC1.59, etc.
f = Lat. curia, D.H.2.7.
II child-birth, A.Ag. 137 (lyr.): pl., Id.Supp.677 (lyr.).
III dub. sens. in SIG1002.8 (Milet., v/iv B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λοχός — λοχός, ἡ (Α) λεχώνα («Ἀριστολοχία, ὠνόμασται μὲν ἀπὸ τοῡ δοκεῑν ἄριστα βοηθεῑν ταῑς λοχοῑς», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λόχος με αλλαγή γένους και καταβιβασμό τού τόνου στη λήγουσα] …   Dictionary of Greek

  • λοχός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχος — ambush masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… …   Dictionary of Greek

  • λόχος — ο στρατιωτική μονάδα του πεζικού, τμήμα του τάγματος που το διοικεί λοχαγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιερός Λόχος — I Λόχος 300 Θηβαίων οπλιτών, που χαρακτηρίζονταν για την πειθαρχία τους. Ιδρυτές του ήταν ο Επαμεινώνδας και ο Γοργίας. Το 371 π.Χ. ο Ι.Λ. υπό την ηγεσία του Θηβαίου στρατηγού Πελοπίδα πολέμησε και νίκησε τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους… …   Dictionary of Greek

  • Αιδώλιος λόχος — Ένας από τους λόχους που αποτελούσαν τον στρατό της αρχαίας Σπάρτης …   Dictionary of Greek

  • Лох войсковая единица — (λόχος) так называлась у лакедемонян войсковая единица, составлявшая ¼ моры. Мора заключала в себе от 400 до 800 человек, следовательно, Л. имел от 100 до 200 человек. Дальнейшее подразделение Л. следующее: λόχος = 2 πέντηκοστύες = 4 ένωμοτίαι.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Лох, войсковая единица — (λόχος) так называлась у лакедемонян войсковая единица, составлявшая 1/4 моры. Мора заключала в себе от 400 до 800 чел., след., Л. имел от 100 до 200 чел. Дальнейшее подразделение Л. следующее: λόχος = 2 πέντηκοστύες = 4 ένωμοτίαι. Начальником Л …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • λόχω — λόχος ambush masc nom/voc/acc dual λόχος ambush masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοχέ — λοχός masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”